περισκέπτομαι

περίσκεπτος

περισκέπω
περίσκεπτος, ος, ον :
1 visible de tous côtés, d’où élevé, ou, au contr. en plaine, Od. 1, 426 ; 12, 211 ; A. Pl. 160, etc. ||
2 digne d’être vu par tous, joli, admirable, Call. Epigr. 5 ||
3 admiré, Anth. 12, 91.
Étym. περισκέπτομαι.