περισκεπάζω

περισκεπής

περισκέπτομαι
περι·σκεπής, ής, ές :
1 pass. couvert tout autour, de tous côtés, Call. Jov. 11 ||
2 act. qui couvre tout autour, qui abrite, qui protège, Call. Del. 23.
Étym. π. σκέπω.