περισκιρτάω-ῶ

περίσκληρος

περισκληρύνω
περί·σκληρος, ος, ον :
1 sec ou dur tout autour, Hpc. 530, 5 ; 1165b ||
2 très sec, Antiph. (Com. fr. 3, 117) ;.
Étym. π. σκληρός.