περισκυθιστής

περισκυλακισμός

περισμαραγέω-ῶ
περι·σκυλακισμός, οῦ () [ῠᾰ] immolation d’un chien comme victime expiatoire, Plut. Rom. 21, etc.
Étym. π. σκύλαξ.