Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
περισφαιρηδόν
περισφαλέω-ῶ
περισφαλής
περισφαλέω-ῶ
[
ᾰ
]
c.
περισφάλλομαι,
Nic.
Al.
541
.
Étym.
περισφαλής
.