Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
περισπεύδω
περίσπλαγχνος
περισπογγίζω
περί·σπλαγχνος,
ος, ον,
courageux, magnanime,
Thcr.
Idyl.
16, 56
.
Étym.
π. σπλάγχνον
.