περισσόν

περισσόνοος-ους

περισσοπαθέω-ῶ
περισσό·νοος-ους, οος-ους, οον-ουν, doué d’un esprit supérieur, d’une prudence remarquable, Opp. H. 3, 12 ; Nonn. D. 5, 222.
Étym. π. νόος.