περισσοσυλλαϐέω-ῶ

περισσοσύλλαϐος

περισσοσυλλάϐως
περισσο·σύλλαϐος, ος, ον [] imparisyllabique, E. Byz. vo Φλεγύα.
Étym. περισσός, συλλαϐή.