περισσόχρονος

περίσσωμα

περισσωματικός
*περίσσωμα, att. περίττωμα, ατος (τὸ) résidu de la nourriture, sécrétion, excrément, Arstt. G.A. 1, 18, 40, etc. ; fig. rebut de la populace, Plut. Cor. 12.
Étym. περισσός.