περισταύρωμα

περισταχυώδης

περιστεγνόω-ῶ
περι·σταχυώδης, ης, ες [] entouré d’épillets, en parl. de l’axe d’un épi, Th. H.P. 4, 13, 2.
Étym. π. στάχυς, -ωδης.