περιστατέον

περιστατικός

περιστατικῶς
περιστατικός, ή, όν []
1 qui concerne les circonstances ; τὰ περιστατικὰ πράγματα, Plut. M. 169d, les circonstances ; particul. qui se produit dans des circonstances délicates, critique, scabreux, DL. 7, 109, etc. ||
2 plein d’embarras, affairé ; π. βίος, Gal. 6, 403, 680, vie agitée ; οἱ περιστατικοί, Gal. les hommes affairés.
Étym. περίστατος.