περιστενάζομαι

περιστεναχίζομαι

περιστενάχω
περι·στεναχίζομαι [] retentir tout autour, de tous côtés de, dat. Od. 10, 10, etc. ||
E Impf. 3 sg. poét. περιστεναχίζετο, Od. 23, 146.