περιστοναχέω-ῶ

περιστοναχίζω

περίστοον
περι·στοναχίζω (impf. περιστονάχιζε) [] résonner tout autour, Hés. Sc. 344.
Étym. var. περιστονάχησε, ou -στενάχησε, ou -στενάχιζε.