περίσεπτος

περίσημος

περισήπομαι
περί·σημος, ος, ον, très distingué, d’où très connu, célèbre, Eur. H.f. 1018 ; Mosch. 1, 6 ||
Cp. -ότερος, Jos. A.J. 15, 11, 6 ; sup. -ότατος, Phil. 2, 330 ||
E
Sup. dor. περισαμότατος [σᾱ] Eur. l. c.
Étym. π. σῆμα.