περιτείχισις

περιτείχισμα

περιτειχισμός
περιτείχισμα, ατος (τὸ) enceinte de fortifications, Thc. 3, 25 ; 5, 2 ; Xén. Hell. 1, 3, 5, etc.
Étym. περιτειχίζω.