περιθετέον

περίθετος

περιθέω
περίθετος, ος, ον et περιθετός, ή, όν, qu’on met autour ; κεφαλή, Ar. Th. 258, tête (c. à d. masque avec cheveux) dont on s’affuble ; περιθεταὶ τρίχες, Pol. 3, 78, 2 ; κόμη, El. V.H. 1, 26 ; ou simpl. ἡ περιθετή, Polyen 5, 42, etc. ou προκόμια περιθετά, Ath. 523a m. sign.
Étym. περιτίθημι.