περιτροχάζω

περιτρόχαλος

περιτροχασμός
περιτρόχαλος, ος, ον, qui tourne en rond ; περιτρόχαλα κείρεσθαι, Hdt. 3, 8 ; Plut. M. 261f, se faire couper les cheveux en rond.