περίτριπτος

περιτρομέω-ῶ

περίτρομος
περιτρομέω-ῶ, c. περιτρέμω, Q. Sm. 3, 182, etc. ||
Moy. (impf. 3 pl. épq. περιτρομέοντο) m. sign. Od. 18, 77.
Étym. περίτρομος.