περιξηραίνομαι

περίξηρος

περιξυράω-ῶ
περί·ξηρος, ος, ον, desséché, tout à fait sec, Th. Ign. 41 ; Geop. 2, 13 ; τὸ π. Arstt. G.A. 2, 3, 19, croûte.
Étym. π. ξηρός.