περιῳδικός

περιωδυνάω-ῶ

περιωδυνέω-ῶ
περιωδυνάω-ῶ [] Gal. 13, 391 ; moy. περιωδυνάομαι, c. le suiv. Hpc. 1260d ; Diosc. 3, 26.