πετασίτης

πέτασμα

πέτασος
πέτασμα, ατος (τὸ)
1 déploiement, Arstt. H.A. 5, 6, 2 ||
2 étoffe déployée, voile, rideau, Eschl. Ag. 909.
Étym. πετάννυμι.