πεζέμπορος

πεζέταιροι

πεζευτικός
πεζ·έταιροι, ων (οἱ) fantassins, gardes du corps du roi de Macédoine, Dém. 23, 2 ; Plut. Flam. 17, M. 197c.
Étym. π. ἑταῖρος.