πεζονόμος

πεζοπορέω-ῶ

πεζοπόρος
πεζοπορέω-ῶ :
1 voyager à pied, Xén. Hipp. 4, 1 ||
2 aller par terre, Pol. 3, 68, 14 ; Luc. Alex. 53.
Étym. πεζοπόρος.