φαγεδαίνωμα

φαγέειν

φαγεσωρῖτις γαστήρ
φαγέειν, -εῖν, sert d’inf. ao. 2 à ἐσθίω.
Étym. R. indo-europ. *bh(e)h₂g-, partager ; cf. sscr. bhájati.