Φαιδρός

φαιδρότης

φαιδρόω-ῶ
φαιδρότης, ητος () doux éclat (des yeux, etc.), d’où joie, gaieté, Isocr. Antid. § 141 ; Plut. M. 595d.
Étym. φαιδρός.