φαίδρυσμα

φαιδρωπός

φαιδρῶς
φαιδρ·ωπός, ός, όν, qui a le visage brillant de joie, l’air riant, Eschl. Ag. 725 ; Eur. Or. 894.
Étym. φαιδρός, ὤψ.