φακώδης

φακωτός

φαλαγγάρχης
φακωτός, ή, όν [] en forme de lentille, lenticulaire, Æt. 9, 28 ; Hld. chir. (Orib. dans Schneider, Eclogæ physicæ t. 1, p. 469).
Étym. *φακόω de φακός.