φαλακροειδής

φαλακροκόραξ

φαλακρός
φαλακρο·κόραξ, ακος () [φᾰ] cormoran (litt. corbeau chauve) oiseau, Plin. H.N. 10, 48, 68.
Étym. φαλακρός, κόραξ.