φαλαγγόω-ῶ

φαλάγγωσις

φάλαγξ
φαλάγγωσις, εως () [φᾰ] maladie des cils qui croissent en divers sens, Gal. 2, 391 ; 14, 767, 771.
Étym. φαλαγγόω.