φαλαρῖτις

φαλαρός

Φάλαρος
φαλαρός, ά, όν ou φάλαρος, α, ον [ᾰᾱ] tacheté de blanc, Thcr. Idyl. 8, 27, etc. ; Nic. Th. 46 ||
E Ion. φαληρός, Nic. l.c.