φαλλοφόρος

φάλος

φαλός
φάλος, ου () [] cimier d’un casque, Il. 3, 362 ; 4, 459 ; 5, 743 ; 11, 41 ; 13, 132, 614 ; 16, 216, 338.
Étym. v. les cps. ἄφαλος, ἀμφίφαλος, τετράφαλος ; cf. τετραφάληρος.