Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
φαντασία
φαντασιαστικός
φαντασιοκοπέω-ῶ
φαντασιαστικός,
ή, όν
[
τᾰ
]
c.
φανταστικός,
Plut.
M.
431
b
;
τὸ φαντασιαστικόν,
Plut.
M.
432
c
, l’imagination.