φαντασιοκόπος

φαντασιοπλήκτως

φαντασιόω-ῶ
φαντασιο·πλήκτως [τᾰ] adv. de manière à frapper l’imagination, M. Ant. 1, 7.
Étym. φαντασία, πλήσσω.