φάντασις

φαντασιώδης

Φαντασίων
φαντασιώδης, ης, ες [τᾰ]
1 créé par l’imagination, Philstr. 295 ||
2 tourmenté par des visions ou des imaginations, Gal. 6, 259 ; 15, 247.
Étym. φαντασία, -ωδης.