Φαντίας

φαντός

Φανώ
φαντός, ή, όν, visible, Orph. (EM. 787, 29).
Étym. vb. de φαίνω.
φαντός, ή, όν, qu’on peut dire, Naz. Carm. t. 2, p. 130, 127.
Étym. φημί.