φάνεσκε

φανή

φανήῃ
φανή, ῆς () [] torche, flambeau, Hés. (Hdn gr. π. μ. λ. p. 18, 24) ; αἱ φαναί Eur. Ion 550, fête aux flambeaux en l’honneur de Bacchus.
Étym. φαίνω.