Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
φαρμάκευσις
φαρμακευτής
φαρμακευτικός
φαρμακευτής,
οῦ
(
ὁ
)
[
μᾰ
]
c.
φαρμακεύς,
A. Tr.
1, p. 29 ;
Phil.
1, 449
.