φαρμακός

φαρμακοτρίϐης

φαρμακουργός
φαρμακο·τρίϐης, ου [μᾰῐ] celui qui broie les drogues, le garçon de laboratoire ou l’esclave du φαρμακοπώλης, Dém. 1170, 29 ; El. N.A. 9, 62.
Étym. φ. τρίϐω.