φᾶρος

φάρος

Φάρος
φάρος, ου () [] c. φάρυγξ, Lyc. 154.
φάρος, εος-ους (τὸ) charrue, Alcm. et Antim. (Hdn gr. π. μ. λ. p. 36).
Étym. Étymol. obscure.