φάττος

φαυλεπίφαυλος

φαυλίζω
φαυλ·επί·φαυλος, ος, ον, cent fois vil, litt. vil et encore vil, au sup. -ότατος, Anth. 11, 238.
Étym. φαῦλος, ἐπί, φαῦλος.