φειδομένως

φειδός

Φειδόστρατος
φειδός, ή, όν, parcimonieux, avare, Anon. (Com. fr. 4, 626) ||
Cp. -ότερος, Démocr. (Stob. Fl. 83, 25 ; Cobet φειδωλότερος).
Étym. φείδομαι.