φελλάτας

φελλεύς

Φελλεύς
φελλεύς, έως () terrain pierreux, Is. 73, 39 ; Crat. (Harp. vo φελλεύς) ; Alciphr. 3, 21 et 70 ; El. Ep. rust. 2.
Étym. φελλός.