φερέκακος

φερέκαρπος

Φερεκλῆς
φερέ·καρπος, ος, ον, qui produit (litt. qui porte) des fruits, Plut. M. 495c ; Anth. 9, 778 ; Orph. H. 25, 3.
Étym. φ. καρπός.