Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
φερεπτέρυξ
φερέπτολις
φερέσϐιος
φερέ·πτολις,
ιος
(
ὁ, ἡ
)
c.
φερέπολις,
Opp.
H.
1, 197 ;
Nonn.
D.
2, 86
.
Étym.
φ. πτόλις
.