Φερέσπονδος

φερεσσακής

Φερεσσεύης
φερε·σσακής, ής, ές, gén. έος [] qui porte un bouclier, Hés. Sc. 13 ; Triphiod. 11 ; Nonn. D. 26, 291 ; Jo. 18, 60.
Étym. φ. σάκος.