Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
φιαλόω-ῶ
φιαλώδης
φιαλωτός
φιαλώδης,
ης, ες
[
ᾰ
]
c.
φιαλοειδής,
Ath.
488
f
.
Étym.
φιάλη, -ωδης
.