φιλαιτίως

φιλακόλαστος

φιλακόλουθος
φιλ·ακόλαστος, ος, ον [ῐᾰκ] qui se plaît dans l’intempérance, déréglé, libertin, Plut. Tim. 14.
Étym. φίλος, ἀκ.