φιλαλληλία

φιλάλληλος

φιλάλυπος
φιλ·άλληλος, ος, ον [] qui aime d’une affection mutuelle, Plut. M. 979f ; Babr. 124, 9 ; τὸ φιλάλληλον, Plut. M. 977c, affection mutuelle.
Étym. φ. ἀλλήλων.