φίλαμα

φιλαμαρτήμων

φιλαμάρτητος
φιλ·αμαρτήμων, ων, ον, gén. ονος [ῐᾰμ] qui aime le péché, Spt. Prov. 17, 19.
Étym. φ. ἁμάρτημα.