φιλαναγνωστέω-ῶ

φιλαναγνώστης

φιλαναλωτής
φιλ·αναγνώστης, ου () [ῐᾰν] qui aime la lecture, Plut. Alex. 8.
Étym. φ. ἀναγιγνώσκω.